- ὁμοκατάληκτος
- ὁμο-κατάληκτος, ον,A ending alike, of numbers, Iamb. in Nic.p.17 P., al. ; cf. ὁμοιοκατάληκτος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ομοκατάληκτος — ὁμοκατάληκτος, ον (Α) (για αριθμό) αυτός που έχει το ίδιο τελικό ψηφίο, που λήγει όμοια με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + κατάληκτος (< καταλήγω), πρβλ. μακρο κατάληκτος] … Dictionary of Greek
ὁμοκαταλήκτων — ὁμοκατάληκτος ending alike masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκατάληκτα — ὁμοκατάληκτος ending alike neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμοκατάληκτοι — ὁμοκατάληκτος ending alike masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομ(ο)- — [ΑΜ ὁμ(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ὁμός και δηλώνει ότι: α) κάτι γίνεται μαζί, ταυτοχρόνως με κάτι άλλο (πρβλ. ομο βλαστώ, ομο βροντία, ομό δουπος, ομό ζευκτος, ομο θαμνώ) β) το δηλούμενο … Dictionary of Greek